- ἐξητριάζω
- ἐξητρῐάζω,A filter: [tense] pf. [voice] Pass.
ἐξητρίασμαι Hp.
ap. Gal.19.98.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐξητρίασμαι Hp.
ap. Gal.19.98.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εξητριάζω — ἐξητριάζω (Α) στραγγίζω με λεπτό πανί. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ητριάζω (< ήτριον «στημόνι, λεπτό ύφασμα»)] … Dictionary of Greek